- αισυμνητήρ
- αἰσυμνητήρ (-ῆρος), ο (Α) [αἰσυμνῶ]κυβερνήτης, ηγεμόνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰσυμνητήρ — ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσυμνητῆρα — αἰσυμνητήρ ruler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσυμνητῆρι — αἰσυμνητήρ ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aisymnet — Ein Aisymnet (altgriech. αἰσυμνητήρ aisymnètèr, auch Diallaktes) war ein „Versöhner“ im antiken Griechenland des 7. und 6. Jahrhundert vor Christus. Während des siebten vorchristlichen Jahrhunderts traten in zahlreichen griechischen Poleis… … Deutsch Wikipedia
αισυητήρ — αἰσυητήρ ( ῆρος), ο (Α) (λέξη αντιγράφων της Ιλιάδας, ως επίθ. του κοῡρος) ευτυχής, πλούσιος ή ποιμένας, βοσκός άλλοι διαβάζουν αἰσημνητήρ και ερμηνεύουν ηγεμονικός, αρχοντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αποτελεί παράγωγο του αἰσυφυῶ,… … Dictionary of Greek
αισυμνώ — αἰσυμνῶ ( άω) (Α) 1. άρχω, κυβερνώ, διοικώ 2. κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν δεν πρόκειται για δάνειο από κάποια ασιατική γλώσσα με βάση τον τ. αἰσυμν , που εκ τών υστέρων συνδέθηκε παρετυμολογικά προς το αἶσα … Dictionary of Greek